- βούλλα
- η (Μ βούλλα)1. όργανο που φέρει στη μία επιφάνειά του ανάγλυφη ή έγγλυφη παράσταση και με το οποίο σφραγίζεται κάτι, σφραγίδα2. το αποτύπωμα της σφραγίδας3. επίσημο έγγραφο, σφραγισμένο με βούλλα ώστε να αποδεικνύεται η γνησιότητά του («παπική βούλλα»)4. ύφασμα με το οποίο δένονται τα μάτιανεοελλ.1. κηλίδα, στίγμα ηθικό2. διορισμός ή γραπτή άδεια με τη σφραγίδα αυτού που τα έχει εκδώσει3. φρ. α) «κάνε βούλλα» — μην το ξεχάσειςβ) «καρπούζι...» ή «πεπόνι με τη βούλλα» — εκείνο από το οποίο έχει κοπεί τριγωνικό κομμάτι για δοκιμήμσν.1. σφαιρικό ή ομφαλωτό κόσμημα των Ρωμαίων2. σφραγισμένο δισκίο από μόλυβδο ή άργυρο ή χρυσό που κρεμόταν από επίσημα έγγραφα·[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. bulla (-ae) «φυσαλλίδαομφαλωτό κόσμημα θυρών και ζωνών»].
Dictionary of Greek. 2013.